- υνόβιος
- (hynobios). Γένος αμφίβιων κερκοφόρων, από τα σαλαμανδροειδή, της ομοιογένειας των Λεχριοδόντων, που περιλαμβάνει διάφορα είδη, γνωστότερο από τα οποία είναι ο υ. του Κάυζερλιγκ. Τα αμφίβια αυτά ζουν στη Σιβηρία. Τα δόντια του πάνω σαγονιού τους έχουν διάταξη που μοιάζει σε σχήμα το λατινικό γράμμα V. Αξιοσημείωτος είναι ο τρόπος που αποθέτουν τα αβγά τους, στα έλη ή στις λίμνες, όπου τα ζώα αυτά ζουν κατά την περίοδο της οχείας. Τα αποθέτουν δηλ. μέσα σε κυλινδρικούς σωλήνες από πηχτή ουσία που έχουν μήκος 15 εκ. και διάμετρο 2 εκ. περίπου. Οι σωλήνες αυτοί είναι από τη μια άκρη τους προσκολλημένοι σε κάποιο υδρόβιο φυτό, ενώ το άλλο άκρο κρέμεται ελεύθερο και εφάπτεται σχεδόν με την επιφάνεια του νερού. Κάθε σωλήνας περιέχει 50 ως 60 αβγά, από τα οποία το καθένα προστατεύεται με περίβλημα από μια πηχτή ουσία. Οι νύμφες βγαίνουν μετά από 2 ως 3 βδομάδες, αφού τρυπήσουν την κάτω άκρη του σωλήνα. Μόλις περάσει η περίοδος της ωοτοκίας, τα ζώα εγκαταλείπουν το νερό αλλ’ εξακολουθούν να ζουν σε υγρούς τόπους.
* * *ο, Νζωολ. γένος πρωτόγονων ουροδελών τής υπόταξης κρυπτοθράγχια, τυπικό τής οικογένειας υνοβιίδες, το οποίο περιλαμβάνει 30 περίπου ημιυδρόβια και εδαφόβια είδη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. hynobius (< ὕνις + βίος)].
Dictionary of Greek. 2013.